Αποφρακτικός ειλεός

Ορισμοί- Ταξινόμηση- Αιτιολογία

Ειλεός αποκαλείται η παρεμπόδιση της φυσιολογικής προώθησης του περιεχομένου του εντέρου, με αποτέλεσμα μία κλινική συνδρομή που περιλαμβάνει κοιλιακό άλγος, μετεωρισμό, ναυτία με εμέτους και αναστολή της αποβολής αερίων και κοπράνων.

Το συνηθέστερο αίτιο του ειλεού είναι η απόφραξη του λεπτού εντέρου η οποία αποτελεί και την πιο συνηθισμένη πάθηση του λεπτού εντέρου που απαιτεί χειρουργική θεραπεία. Οι κλινικές και παθοφυσιολογικές εκδηλώσεις της εντερικής απόφραξης αποτελούν συνάρτηση του αιτίου και του επιπέδου που γίνεται η απόφραξη.

Ο ειλεός διακρίνεται σε α) αποφρακτικό (δυναμικό ή μηχανικό), όταν η απόφραξη αφορά μηχανικό κώλυμα του αυλού του εντέρου ή ένα φραγμό που εμποδίζει την προώθηση του εντερικού περιεχομένου και σε β) παραλυτικό (αδυναμικό) ειλεό, όταν η αδυναμία προώθησης του εντερικού περιεχομένου είναι αποτέλεσμα παράλυσης των νευρικών πλεγμάτων του εντερικού τοιχώματος οποιασδήποτε αιτιολογίας με αποτέλεσμα τη νευρογενή διαταραχή της περισταλτικότητας. Τα αίτια του ειλεού, τα παθοφυσιολογικά του επακόλουθα και οι εκδηλώσεις του μπορούν να αφορούν το λεπτό και το παχύ έντερο.

Η ταξινόμηση του αποφρακτικού ειλεού στο λεπτό έντερο αφορά το επίπεδο της απόφραξης, οπότε ο ειλεός διακρίνεται σε υψηλό ή χαμηλό ειλεό, καθώς και το βαθμό της απόφραξης, η οποία μπορεί να είναι πλήρης ή μερική. Επίσης η απόφραξη που αφορά μόνο τον αυλό του εντέρου ονομάζεται απλή απόφραξη, ενώ περιεσφιγμένη αποκαλείται η απόφραξη στην οποία συνυπάρχει και διαταραχή της αιμάτωσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε νέκρωση του εντερικού τοιχώματος, οπότε και αποκαλείται ισχαιμική απόφραξη. Οι περισσότερες απλές αποφράξεις είναι μονήρεις, με την έννοια ότι το αποφρακτικό αίτιο εντοπίζεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο του εντέρου. Όταν ο αυλός αποφράσσεται σε δύο τουλάχιστον θέσεις, τότε η απόφραξη είναι «κλειστής έλικας», όπως συμβαίνει στη συστροφή. Αυτές οι αποφράξεις συνοδεύονται συχνά από περίσφιξη.

 

Τύποι απόφραξης

 

Η μηχανική απόφραξη μπορεί να οφείλεται σε εξωτοιχωματικά αίτια, που προκαλούν εξωτερική συμπίεση στο λεπτό έντερο, σε τοιχωματικά αίτια, δηλαδή ενδογενείς βλάβες του τοιχώματος του εντέρου και ενδοαυλικά αίτια. Οι συμφύσεις και οι κήλες προκαλούν το 75-80% των μηχανικών αποφρακτικών ειλεών του λεπτού εντέρου.

 
Αίτια αποφρακτικού ειλεού

Α. Εξωτοιχωματικά αίτια

Συμφύσεις (επίκτητες μετεγχειρητικές)

Κήλες (μη ανατάξιμες, περιεσφιγμένες)

Συστροφή εντέρου

Ενδοκοιλιακοί όγκοι- αποστήματα

Ανώμαλη έκφυση αγγείων

Αιματώματα

Δακτυλιοειδές πάγκρεας

Β. Τοιχωματικά αίτια

Συγγενούς αιτιολογίας

   Ατρησία και στένωση

   Μεκέλειος απόφυση

   Διπλασιασμοί εντέρου

Φλεγμονώδους αιτιολογίας

    Ελκώδης κολίτιδα

    Νόσος Crohn

    Eκκολπωματίτιδα

Νεοπλάσματα εντέρου

Ακτινική εντερίτιδα

Ενδομητρίωση

Γ. Ενδοαυλικά αίτια

Χολόλιθοι

Εγκολεασμός

Ειλεός από μηκώνιο

Ειλεός από φυτοπίλημα, από κοπρόλιθους, από παρασιτικές κύστεις, από ξένα σώματα

 

Οι συμφύσεις είναι οι πιο συχνές αιτίες και είναι υπεύθυνες για το 60-65% των αποφρακτικών ειλεών στο λεπτό έντερο. Συγγενείς ταινίες απαντώνται στους παιδιατρικούς ασθενείς, αλλά οι επίκτητες συμφύσεις μετά από χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κατά πρώτο λόγο ή μετά από ενδοκοιλιακές φλεγμονές είναι οι πιο συχνές και ανευρίσκονται στους ενήλικες. Μια σειρά παραγόντων στις κοιλιακές επεμβάσεις, όπως το ταλκ στα χειρουργικά γάντια, οι χειρουργικοί χειρισμοί και το ενδοκοιλιακό τραύμα που αναπόφευκτα επιφέρει μια λαπαροτομία συμβάλλουν στη δημιουργία ενδοκοιλιακών συμφύσεων.

 

 

Όλες οι κήλες του κοιλιακού τοιχώματος που δεν έχουν διορθωθεί χειρουργικά μπορούν να γίνουν μη ανατάξιμες και να προκαλέσουν απλή ή και περιεσφιγμένη απόφραξη. Μια μη ανατάξιμη κήλη μπορεί να διαφύγει της προσοχής του χειρουργού, ιδίως αν ο ασθενής είναι παχύσαρκος ή αν πρόκειται για μηροκήλη. Η προσεκτική αναζήτηση για εξωτερικές κήλες στους ασθενείς με οξεία κοιλιακή νόσο είναι απαραίτητη. Οι εσωτερικές κήλες διά του θυροειδούς τρήματος, του επιπλοϊκού τρήματος του Winslow ή άλλων ανατομικών ελλειμμάτων είναι σπάνιες, αλλά και αυτές, όπως και οι εσωτερικές κήλες από τις επίκτητες μετεγχειρητικές συμφύσεις μπορούν να προκαλέσουν απόφραξη.

 

Παθολογική Φυσιολογία

Οι παθοφυσιολογικές διαταραχές στον αποφρακτικό ειλεό είναι ανάλογες με το βαθμό κωλύματος της αιμάτωσης του εντέρου και του επιπέδου της απόφραξης, και αποτελούν συνάρτηση, κατά κύριο λόγο, της απώλειας ύδατος, ηλεκτρολυτών, πλάσματος και αίματος.

Κατά την απλή απόφραξη ο αέρας και τα εντερικά υγρά αθροίζονται κεντρικότερα του σημείου της απόφραξης, διατείνοντας προοδευτικά τον αυλό του εντέρου. Ο καταπινόμενος αέρας είναι η κύρια πηγή διάτασης επειδή το άζωτο δεν απορροφάται καλά από το βλεννογόνο. Αργότερα με το μεταβολισμό των πολλαπλασιαζόμενων βακτηρίων παράγονται και άλλα αέρια. Τα υγρά που συσσωρεύονται αποτελούνται, στα αρχικά στάδια, κυρίως από γαστρεντερικά υγρά, ενώ στη συνέχεια, με τη διάταση του εντέρου επέρχεται τριχοειδική εξαγγείωση. Έτσι μεγάλες ποσότητες υγρών από τον εξωκυττάριο χώρο μεταφέρονται στο εσωτερικό του εντέρου, καθώς και από τον ορογόνο χιτώνα στην περιτοναϊκή κοιλότητα.

Οι απώλειες των υγρών γίνονται ενδοαυλικά, ενδοτοιχωματικά και ενδοπεριτοναϊκά (τρίτος χώρος) με ταυτόχρονη σημαντική ελάττωση του εξωκυτταρίου χώρου. Η αμφίδρομη ροή άλατος και ύδατος διαταράσσεται και ενισχύεται η καθαρή απέκκριση. Σε αυτό παίζουν ρόλο και ουσίες που δρουν ως μεσολαβητές, όπως ενδοτοξίνη και προσταγλανδίνες, οι οποίες απελευθερώνονται από τα πολλαπλασιαζόμενα βακτήρια μέσα στο στάσιμο εντερικό περιεχόμενο.

 Όλα τα παραπάνω φαινόμενα οδηγούν δε ένα φαύλο κύκλο που έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση των υγρών που «λιμνάζουν» μέσα στο έντερο, ενώ ο αντανακλαστικός εμετός επιδεινώνει περαιτέρω το έλλειμμα των υγρών και των ηλεκτρολυτών. Η υποογκαιμική καταπληξία οδηγεί σε πολυοργανική ανεπάρκεια (εκδήλωση συμπτωμάτων από το κυκλοφορικό, ουροποιητικό, κλπ), η οποία μπορεί να είναι και η αιτία θανάτου σε ασθενείς που έχουν απλή απόφραξη, ακόμη και χωρίς περίσφιξη.

Ανάλογα με το ύψος της απόφραξης (υψηλή ή χαμηλή) ποικίλει και η απώλεια των ηλεκτρολυτών. Σε υψηλό ειλεό παρατηρείται μεγάλη απώλεια Νa+, K+, Cl- και Η+  λόγω των εμέτων. Το αποτέλεσμα είναι μεταβολική αλκάλωση, υποκαλιαιμία και υποχλωριαιμία. Σε χαμηλό ειλεό οι έμετοι αρχίζουν αργότερα και έχουν μικρότεροι συχνότητα. Οι διαταραχές ύδατος- ηλεκτρολυτών μπορεί να είναι λιγότερες, αν και ο όγκος των υγρών που εξακολουθεί να χάνεται στον αυλό του εντέρου είναι μεγάλος.

Η υπερανάπτυξη των μικροβίων, που φυσιολογικά λείπουν από το λεπτό έντερο, σε συνδυασμό με τις συνθήκες της φτωχής τοιχωματικής αιμάτωσης και την αύξηση της διαπερατότητας του εντέρου, οδηγούν σε βακτηριακή μετάθεση από τον αυλό στους μεσεντέριους λεμφαδένες και την κυκλοφορία του αίματος. Η κοιλιακή διάταση ανυψώνει το διάφραγμα και διαταράσσει την αναπνοή, με αποτέλεσμα τη συχνή εμφάνιση πνευμονικών επιπλοκών.

Η διαταραχή της αιμάτωσης του εντέρου στην περιεσφιγμένη απόφραξη, όπως στο συμφυτικό ειλεό, την περιεσφιγμένη κήλη και τη συστροφή του εντέρου αφορά κυρίως τη φλεβική φάση και στη συνέχεια την αρτηριακή. Η διακοπή της αιμάτωσης και η διαρκώς αυξανόμενη διάταση του εντέρου στην ισχαιμική απόφραξη οδηγούν στην τριχοειδική εξαγγείωση αίματος και πλάσματος μέσα και έξω από τον αυλό του εντέρου. Η παράλυση των νευρομυϊκών πλεγμάτων από την ισχαιμία οδηγεί στη μετάπτωση του μηχανικού σε παραλυτικό, αδυναμικό ειλεό, ενώ η νέκρωση του εντερικού τοιχώματος οδηγεί σε διάτρηση, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη περιτονίτιδας και σηπτικής καταπληξίας.

 

Κλινική εικόνα

Ο ειλεός είναι ένα σύνδρομο με κύρια συστατικά στοιχεία του τον πόνο, τον έμετο, το μετεωρισμό, την αναστολή της αποβολής αερίων και κοπράνων και την ανεύρεση υδραερικών επιπέδων στον ακτινολογικό έλεγχο.

Ο πόνος στην απλή απόφραξη είναι κωλικοειδής, έρχεται κατά κύματα, διαρκώντας από λίγα δευτερόλεπτα έως λίγα λεπτά, ενώ, μεταξύ των επεισοδίων του κοιλιακού άλγους, ο ασθενής μπορεί να είναι τελείως ελεύθερος πόνου. Σε κάθε επεισόδιο η ένταση του πόνου αυξάνεται και μετά σταδιακά μειώνεται. Ο πόνος οφείλεται στη διάταση του εντέρου και στον επακόλουθο σπασμό, προκειμένου την υπερνίκηση του κωλύματος που προκαλεί την εντερική απόφραξη. Ο πόνος είναι σπλαγχνικός και αναφέρεται στο δερμοτόμιο που εμβρυολογικά νευρώνεται από το αντίστοιχο σωματικό νεύρο. Έτσι ο πόνος δεν αντιστοιχεί ακριβώς στην περιοχή που βρίσκεται το παθολογικό αίτιο της απόφραξης του εντέρου, όπως θα συμβεί σε προσβολή του τοιχωματικού πετάλου του περιτοναίου κατά τη διάτρηση και την ανάπτυξη περιτονίτιδας σαν συνέπεια της ισχαιμικής απόφραξης.

Γενικά, η συνήθης εντόπιση του κοιλιακού άλγους είναι περιομφαλική, αν και ο πόνος μπορεί να εκδηλώνεται στην άνω κοιλιά σε ιδιαίτερα υψηλή απόφραξη, ή στην κάτω κοιλιά, εφόσον το κώλυμα βρίσκεται χαμηλά. Η περιοδικότητα του πόνου επίσης ποικίλει και μπορεί να είναι από κάθε 4-5 λεπτά στην υψηλή απόφραξη έως κάθε 15-20 λεπτά στη χαμηλή απόφραξη. Σε μια παραμελημένη απόφραξη, είναι δυνατόν να μην υπάρχει κωλικοειδής πόνος, επειδή ο δυναμικός ειλεός θα έχει πέσει στη φάση του αδυναμικού ειλεού. Σε ειλεό με ισχαιμική περίσφιξη, ο πόνος χάνει τον κωλικοειδή χαρακτήρα του και γίνεται συνεχής και μεγαλύτερης έντασης.

Οι έμετοι είναι η δεύτερη συχνότερη εκδήλωση του ειλεού. Παρουσιάζεται, ωστόσο, συχνά ως το πρώτο χρονικά αντανακλαστικό σύμπτωμα μετά την εγκατάσταση της απόφραξης. Οι έμετοι που παρουσιάζονται στην υψηλή απόφραξη είναι συχνοί, τροφώδεις ή χολώδεις και ακολουθούν σύντομα τις κωλικοειδείς κρίσεις του κοιλιακού άλγους. Στη χαμηλή απόφραξη οι έμετοι είναι αραιότεροι, μπορεί να παρουσιαστούν καθυστερημένα και είναι πιθανό να καταστούν κοπρανώδους σύστασης (τελικού τμήματος λεπτού εντέρου). Αν η απόφραξη είναι ισχαιμική, το περιεχόμενο των εμέτων μπορεί να είναι μικροσκοπικά ή μακροσκοπικά αιμορραγικό.

Ο μετεωρισμός της κοιλιάς είναι μικρός ή και ανύπαρκτος στην υψηλή απόφραξη, ενώ παρατηρείται στις περιπτώσεις περιφερικών αποφράξεων. Η κοιλιακή διάταση που γίνεται αντιληπτή κλινικά εμφανίζεται και με χαρακτηριστικές ακτινολογικές εικόνες. Σε περιπτώσεις πλήρους ή παραμελημένης απόφραξης ο μετεωρισμός είναι πιο έντονος, ενώ όταν η απόφραξη είναι μερική και η δίοδος περιεχομένου και αέρα είναι εφικτή σε κάποιο βαθμό, είναι λιγότερο εκσεσημασμένος.

Σημαντικό διαγνωστικό κριτήριο του ειλεού αποτελεί η αναστολή της αποβολής αερίων και κοπράνων η οποία είναι πλήρης στην πλήρη απόφραξη, ενώ σε περιπτώσεις υψηλότερης ή και μερικής απόφραξης μπορεί για ένα διάστημα να αποβάλλονται αέρια και κόπρανα που βρίσκονται στο παχύ έντερο. Ιδιαίτερα κωλικοειδής πόνος συνοδευόμενος από διάρροια μπορούν να αποτελούν τις βασικές εκδηλώσεις μιας ατελούς απόφραξης.

Τα ζωτικά σημεία μπορεί να είναι φυσιολογικά στα αρχικά στάδια, αλλά τελικά η εμφάνιση ταχυκαρδίας και υπότασης είναι ενδεικτικά μεγάλης αφυδάτωσης από τη συνεχή απώλεια υγρών. Η θερμοκρασία είναι φυσιολογική ή ελαφρά αυξημένη. Μεγάλη πυρετική κίνηση σε συνδυασμό με σημεία περιτοναϊσμού, όπως σύσπαση των κοιλιακών τοιχωμάτων εμφανίζονται ως συνέπεια ισχαιμικής απόφραξης και ακόμη και πιθανής διάτρησης του εντέρου.

Επισκοπικά παρατηρείται διάταση της κοιλιάς, η οποία είναι μεγαλύτερη όσο χαμηλότερα στο έντερο βρίσκεται το κώλυμα. Είναι δυνατή η διαγραφή των εντερικών ελίκων σε αδύνατα άτομα.

Στην ακρόαση, η οποία πρέπει να προηγείται της ψηλάφησης, λόγω της αλλοίωσης των εντερικών ήχων που μπορεί να επιφέρει η ψηλάφηση, έντονος περισταλτισμός και υψίσυχνοι βορβορυγμοί γίνονται αντιληπτοί κατά τη διάρκεια των επώδυνων προσβολών στο δυναμικό μηχανικό ειλεό. Οι εντερικοί ήχοι μπορεί να είναι αραιοί ή και να λείπουν τελείως όταν ο μηχανικός ειλεός μεταπέσει σε αδυναμική φάση, όπως και στον παραλυτικό ειλεό.

Σοβαρή ευαισθησία στην ψηλάφηση της κοιλιάς είναι ενδεικτική τοπικής περιτονίτιδας λόγω ισχαιμικής απόφραξης ή σοβαρής διάτασης κάποιας εντερικής έλικας. Στην ψηλάφηση είναι δυνατή η διαπίστωση ενδοκοιλιακού όγκου που αποφράσσει ή και περιεσφιγμένης κήλης.

Κατά την επίκρουση παρατηρείται τυμπανικότητα εντοπισμένη ή διάχυτη, ανάλογα με την έκταση του ειλεού. Η δακτυλική εξέταση δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη ή μη κοπράνων μέσα στην ορθική λήκυθο (είναι κενή σε παρατεταμένη απόφραξη) καθώς επίσης και για την τυχόν ύπαρξη όγκου, που μπορεί να αποτελεί και το αίτιο της απόφραξης.

 

Παρακλινικός έλεγχος

Εργαστηριακά ευρήματα

Στα πρώϊμα στάδια του ειλεού τα εργαστηριακά ευρήματα μπορεί να είναι φυσιολογικά. Με την εξέλιξη της νόσου εμφανίζονται αύξηση του αιματοκρίτη, λόγω της αιμοσυμπύκνωσης από την απώλεια ενδαγγειακού ύδατος, λευκοκυττάρωση, ως αποτέλεσμα του stress, η οποία μπορεί να είναι και εκσεσημασμένη σε περιπτώσεις ισχαιμικής απόφραξης ή διάτρησης (με παρουσία αριστερόστροφου τύπου), και ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι οποίες εξαρτώνται από το επίπεδο της απόφραξης και τη βαρύτητα της αφυδάτωσης. Η αμυλάση του ορού είναι αυξημένη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ισχαιμικής περίσφιξης.

Οι μεταβολές της οξεοβασικής ισορροπίας αφορούν κυρίως τη μεταβολική οξέωση λόγω της αφυδάτωσης και της απώλειας αλκαλικών εκκρίσεων. Μεταβολική αλκάλωση χαρακτηρίζει υψηλή απόφραξη, όπου υπάρχει μεγάλη απώλεια όξινου γαστρικού υγρού. Ο υποαερισμός, που οφείλεται σε ανύψωση του διαφράγματος λόγω της κοιλιακής διάτασης σε παραμελημένες αποφράξεις μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική οξέωση.

 

Απεικονιστικά ευρήματα

Οι απλές ακτινογραφίες κοιλίας αποτελούν την πιο σημαντική διαγνωστική δοκιμασία στον ειλεό. Πρέπει να γίνονται σε όρθια και σε ύπτια θέση. Αναδεικνύονται διατεταμένες έλικες λεπτού εντέρου (ημισεληνοειδείς διαυγάσεις) σε διάταξη κλίμακας στην ύπτια ακτινογραφία και υδραερικά επίπεδα, τα οποία είναι εμφανή στην απεικόνιση σε όρθια θέση.

 

Ακτινογραφία σε ύπτια θέση

Ακτινογραφία σε όρθια θέση

 

Αυτά τα ευρήματα μπορεί να είναι ελάχιστα ή και απόντα στην πρώϊμη φάση της απόφραξης, στην εγγύς απόφραξη, την απόφραξη «κλειστής έλικας», ιδιαίτερα σε ισχαιμική περίσφιξη της τελευταίας, και σε περιπτώσεις που οι έλικες είναι γεμάτες με πολύ εντερικό υγρό και περιέχουν λίγο αέρα. Σε απόφραξη πέραν του 24ωρου, ο αέρας και τα κόπρανα έχουν κενωθεί από το παχύ έντερο, και αυτό φαίνεται στην απλή ακτινογραφία. Στην πρώϊμη φάση ωστόσο, αλλά και στις περιπτώσεις που η απόφραξη είναι μερική και ο ειλεός ατελής, κάποια ποσότητα αέρα ανευρίσκεται στο παχύ έντερο, και αυτό αποτελεί ένα από τα στοιχεία που διαχωρίζουν τον πλήρη από τον ατελή ειλεό.

Ακτινολογικά σημεία περίσφιξης και ισχαιμίας αποτελούν η απώλεια των βλεννογονικών πτυχών στο λεπτό έντερο, η παρουσία των χαρακτηριστικών αλλοιώσεων «εντυπώματος αντίχειρα» στο εντερικό τοίχωμα, η παρουσία ενδοτοιχωματικού αέρα ή αέρα μέσα στο πυλαίο φλεβικό σύστημα και ο ελεύθερος αέρα μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα εφόσον έχει συμβεί διάτρηση του εντέρου σε έδαφος ισχαιμίας.

Η χορήγηση γαστρογραφίνης από το στόμα και η λήψη ακτινογραφιών ανά τακτά χρονικά διαστήματα είναι ικανή να αναδείξει την προοδευτική προώθηση του σκιαγραφικού μέσα στις εντερικές έλικες, αλλά και να επιτύχει την ακτινολογική απεικόνιση του κωλύματος.

Η αξονική τομογραφία χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στη σύγχρονη διαγνωστική απεικόνιση του ειλεού. Με τη χορήγηση του σκιαγραφικού γαστρογραφίνη, έχει τη δυνατότητα να αναδείξει διατεταμένο εγγύς και συμπεπτοκός περιφερικά του σημείου της απόφραξης λεπτού εντέρου, βοηθώντας στην ταυτοποίηση του «σημείου μετάπτωσης», που αντιστοιχεί στο ύψος της απόφραξης του εντέρου. Με μεγαλύτερη ευαισθησία από την απλή ακτινογραφία, μπορεί να αποκαλύψει την παρουσία αέρα μέσα στο τοίχωμα του εντέρου, ακτινολογικό σημείο χαρακτηριστικό της ισχαιμικής απόφραξης.

 

Αξονική τομογραφία: παρουσία ενδοτοιχωματικού αέρα λόγω ισχαιμικής απόφραξης

 

Θεραπεία

Ο πλήρης αποφρακτικός ειλεός αντιμετωπίζεται με σύντομη χειρουργική επέμβαση μετά από ένα βραχύ διάστημα προετοιμασίας του ασθενούς, λόγω της αδυναμίας αποκλεισμού της περίσφιξης και της συνεπαγόμενης ισχαιμίας, φαινομένων που συνδέονται με υψηλά ποσοστά επιπλοκών και θανάτου.

Οι ασθενείς με μερική απόφραξη μπορούν να αντιμετωπιστούν αρχικά συντηρητικά με την αρχική τοποθέτηση ρινογαστρικού σωλήνα ήδη από το τμήμα των επειγόντων, για την αντιμετώπιση των εμέτων και την αποφυγή της περαιτέρω διάτασης του εντέρου από τον αέρα.

 

Ρινογαστρικός σωλήνας

 

Η αντικατάσταση των ελλειμμάτων ύδατος και ηλεκτρολυτών με ισότονα διαλύματα νατρίου είναι ουσιώδους σημασίας.

Η τοποθέτηση ουροκαθετήρα Foley είναι απαραίτητη για την παρακολούθηση της αποβολής ούρων, η οποία πρέπει να διατηρείται σε επίπεδα τουλάχιστον 50cc/ώρα, δείκτης σχετικά επαρκούς ενυδάτωσης.

Χλωριούχο κάλιο πρέπει να προστίθεται στα ενδοφλέβια υγρά από τη στιγμή που η διούρηση του ασθενούς έχει αποκατασταθεί, διότι η υποκαλιαιμία είναι συχνό εύρημα μετά την ενυδάτωση.

Ο απαιτούμενος όγκος υγρών και η ακριβής σύστασή τους σε ηλεκτρολύτες θα πρέπει να εξατομικεύονται. Κατά την αναζωογόνηση θα πρέπει να παρακολουθούνται τα προσεκτικά τα ζωτικά σημεία του ασθενούς και να εκτιμούνται οι συνοδές παθήσεις του. Ο συχνός έλεγχος και  η στενή κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση του ασθενούς είναι πρωταρχικής σημασίας στη θεραπεία του ειλεού.

Εάν η απόφραξη επιμένει για πολλές ημέρες, ακόμη και αν είναι ατελής, απαιτείται χειρουργική παρέμβαση, αλλά η κατάλληλη χρονική στιγμή για την επέμβαση καθορίζεται από τις απαιτήσεις του κάθε ασθενούς. Κατά τη χειρουργική διερεύνηση της κοιλιάς, δηλαδή τη λαπαροτομία, η οποία πρέπει να διενεργείται εφόσον έχει ολοκληρωθεί κατά το δυνατόν η αναζωογόνηση του ασθενούς με υγρά και ηλεκτρολύτες, ανευρίσκεται η θέση της απόφραξης του λεπτού εντέρου και αντιμετωπίζεται το εκάστοτε αίτιο με την ανάλογη επέμβαση, η οποία στην περίπτωση των συμφύσεων, που αποτελούν και την πιο κοινή αιτία του αποφρακτικού ειλεού, είναι η λύση των συμφύσεων και η απελευθέρωση των ελίκων. 

 

Λαπαροτομία

Ιατρείο

  • Διεύθυνση: Πινδάρου 3, 10671 Αθήνα
  • Email : info@theodoropoulos-surgery.gr
  • Τηλέφωνο : +30 694 5463 593

Μέλος του

ACSRS