Οι βασικές λειτουργίες του λεπτού εντέρου περιλαμβάνουν την πέψη, την απορρόφηση, την έκκριση, την κινητικότητα, τη νευροορμονική λειτουργία, την ανοσολογική ρύθμιση, και τη δημιουργία του εντερικού φραγμού.
Πέψη
Υδατάνθρακες
Το ήμισυ περίπου των θερμίδων στον άνθρωπο προσλαμβάνονται από τους πολυσακχαρίτες άμυλο και γλυκογόνο και τους δισακχαρίτες σουκρόζη και λακτόζη. Η πέψη του αμύλου ξεκινά με τη σιελική αμυλάση και ολοκληρώνεται με τη δράση της παγκρεατικής αμυλάσης στο δωδεκάδακτυλο και την εγγύς νήστιδα. Τα ένζυμα της ψηκτροειδούς παρυφής υδρολύουν περαιτέρω τα προϊόντα που προκύπτουν, προκειμένου τη δημιουργία των μονοσακχαριτών γλυκόζης, φρουκτόζης και γαλακτόζης. Αυτές μεταφέρονται ενεργητικά προς την αντίθετη κατεύθυνση της κλίσης συγκέντρωσης από ένα μεταφορέα, ο οποίος είναι εξαρτημένος και συζευγμένος με την απορρόφηση νατρίου (Νa+). Οι μονοσακχαρίτες μεταφέρονται απευθείας στην πυλαία φλέβα. Το μεγαλύτερο μέρος της απορρόφησης των μονοσακχαριτών επιτελείται στο δωδεκαδάκτυλο και στην εγγύς νήστιδα, αν και το υπόλοιπο λεπτό έντερο έχει τη δυνατότητα τέτοιας απορρόφησης.
Πρωτεΐνες
Το 10-15% των προσλαμβανόμενων θερμίδων στη Δυτική δίαιτα προέρχονται από πρωτεΐνες. Η μέση ημερήσια κατανάλωση είναι περίπου 70 g. Η πέψη των πρωτεϊνών ξεκινά στο στομάχι, το οποίο όμως δεν είναι και απαραίτητο για τη διάσπαση των πρωτεϊνών και ολοκληρώνεται στο λεπτό έντερο, με το 80% της απορρόφησης να επιτελείται στα αρχικά 10-0 εκ της νήστιδας.
Με τη γαστρική πέψη, που οφείλεται στη δράση της πεψίνης, η οποία καθίσταται ενεργή σε όξινο pH, παράγεται ένα μείγμα πεπτιδίων κα αμινοξέων, τα οποία υπόκεινται σε περαιτέρω πέψη στο δωδεκαδάκτυλο με τη δράση των παγκρεατικών πρωτεασών, οι οποίες ενεργοποιούνται σε αλκαλικό pH. Τα ένζυμα της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος θρυψινογόνο και χυμοθρυψινογόνο, μετά την έκκριση τους στο δωδεκαδάκτυλο, μετατρέπονται με τη δράση ενός ενζύμου της ψηκτροειδούς παρυφής, της εντεροκινάσης στα ενεργά ένζυμα θρυψίνη και χυμοθρυψίνη, που έχουν δράση ενδοπεπτιδάσης. Στη συνέχεια τα ολιγοπεπτίδια που προκύπτουν διασπώνται από τις καρβοξυπεπτιδάσες και τις αμινοπεπτιδάσες της ψηκτροειδούς παρυφής, απελευθερώνοντας αμινοξέα, διπεπτίδια και τριπεπτίδια.
Το 70% περίπου των πρωτεϊνικών προϊόντων της πέψης απορροφώνται ως διπεπτίδια και τριπεπτίδια και τα υπόλοιπα ως ελεύθερα αμινοξέα. Τα αμινοξέα απορροφώνται μέσω ενός φορέα με ενεργητικό μηχανισμό μεταφοράς. Τα διπεπτίδια και τριπεπτίδια μεταφέρονται ενεργητικά στα κυλινδρικά επιθηλιακά κύτταρα, όπου υδρολύονται πλήρως στα συστατικά τους αμινοξέα. Έτσι, τη στιγμή που εισέρχονται στην πυλαία κυκλοφορία είναι όλα αμινοξέα. Η απορρόφηση των προσλαμβανόμενων πρωτεϊνών είναι πλήρης στο λεπτό έντερο, και οι πρωτεΐνες που αποβάλλονται με τα κόπρανα προέρχονται από τα βακτήρια, τα αποφολιδωμένα κύτταρα και τις βλεννοπρωτεϊνες.
Το αμινοξύ γλουταμίνη είναι το κύριο καύσιμο του οξειδωτικού μεταβολισμού των εντεροκυττάρων και η μειωμένη πρόσληψή της από το βλεννογόνο, όπως μπορεί να συμβεί σε καταστάσεις στρες και σήψης, συνδέεται με ατροφία του βλεννογόνου και έχει σημαντικά επακόλουθα όσον αφορά τις φυσιολογικές λειτουργίες του εντερικού επιθηλίου.
Λίπη
Η μέση πρόσληψη λίπους στη δίαιτα του Δυτικού κόσμου κυμαίνεται από 100 έως 150 g την ημέρα. Τα λίπη της τροφής βρίσκονται κατά κύριο λόγο με τη μορφή τριγλυκεριδίων, με κύριους εκπρόσωπους τους το ολεϊκό και το παλμιτικό οξύ, ενώ 2-8 g φωσφολιπιδίων καταναλώνονται επίσης ημερησίως. Το πιο κοινό φωσφολιπίδιο είναι η λεκιθίνη, ενώ τα κύρια λιπαρά οξέα είναι το λινολεϊκό και το αραχιδονικό οξύ.
Τα τριγλυκερίδια της τροφής είναι αδιάλυτα στο νερό, έως ότου, με τη δράση της παγκρεατικής λιπάσης και του υποβοηθητικού της ενζύμου, της συνλιπάσης, μιας πρωτεΐνης των παγκρεατικών εκκρίσεων, υδρολύονται προς λιπαρά οξέα και μονογλυκερίδια. Τα προϊόντα αυτά της πέψης εξακολουθούν να είναι αδιάλυτα στο νερό, έως ότου μικκυλιωποιηθούν από τα χολικά άλατα στο δωδεκαδάκτυλο. Όταν τα χολικά άλατα υπερβούν ένα ορισμένο επίπεδο συγκέντρωσης, την κρίσιμη μικκυλιωτική συγκέντρωση, συσσωρεύονται σε μικκύλια. Το λιποδιαλυτό τμήμα του μορίου των χολικών αλάτων στρέφεται προς το κέντρο και το υδατοδιαλυτό προς την περιφέρεια του μικκυλίου. Τα υδρόφοβα μόρια, δηλαδή τα λιπαρά οξέα, τα μονογλυκερίδια, η χοληστερόλη και οι λιποδιαλυτές βιταμίνες βρίσκονται στο κέντρο των μικκυλίων.
Τα μικκύλια απελευθερώνουν μονογλυκερίδια και λιπαρά οξέα, τα οποία εισέρχονται στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνο, όπου τα τριγλυκερίδια ανασυντίθενται και συσσωματώνονται με τα φωσφολιπίδια και τη χοληστερόλη, ενώ, τελικά, παραδίδονται στη λέμφο ως χυλομικρά. Το μεγαλύτερο μέρος του προσλαμβανόμενου λίπους πέπτεται και απορροφάται στο δωδεκαδάκτυλο και στα πρώτο ήμισυ της νήστιδας. Τα συζευγμένα χολικά οξέα απορροφώνται ενεργητικά στον περιφερικό ειλεό και επιστρέφουν, μέσω της πυλαίας κυκλοφορίας στο ήπαρ, από όπου εκκρίνονται πάλι στη χολή. Νοσήματα ή εκτομή του τελικού ειλεού διαταράσσουν την εντεροηπατική κυκλοφορία, οπότε αυξημένες ποσότητες χολικών οξέων εισέρχονται στο παχύ έντερο προκαλώντας διάρροια με απώλεια ύδατος και ηλεκτρολυτών, ενώ λιπαρά οξέα που δεν έχουν απορροφηθεί επαρκώς, λόγω της έλλειψης χολικών αλάτων, συμβάλλουν στην πρόκληση διάρροιας του τύπου της στεατόρροιας.
Βιταμίνες
Η υδατοδιαλυτή βιταμίνη B12 της τροφής, μετά το σχηματισμό του συμπλέγματος με τον ενδογενή παράγοντα (βλεννοπρωτεΐνη που εκκρίνεται από τα γαστρικά τοιχωματικά κύτταρα), φέρεται στον τελικό ειλεό, στην επιφάνεια των κυττάρων του οποίου το σύμπλεγμα διασπάται και η βιταμίνη B12 εισέρχεται στα κύτταρα μέσω υποβοηθούμενης από υποδοχέα ενδοκύττωσης. Το φυλικό οξύ, η θειαμίνη και το ασκορβικό οξύ απορροφώνται επίσης με ενεργητική μεταφορά. Οι άλλες υδατοδιαλυτές βιταμίνες διαχέονται παθητικά διά μέσω του βλεννογόνου.
Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες A, D, E και Κ φέρονται μέσα στα μικκύλια και απορροφώνται όπως τα άλλα λιπίδια, ενώ η απουσία χολής και των χολικών αλάτων που περιέχονται σε αυτήν (όπως σε αποφρακτικό ίκτερο) διαταράσσει σοβαρά την απορρόφησή τους,
Απορρόφηση
Νερό και υγρά
Το λεπτό έντερο δέχεται καθημερινά 1-1,5 λίτρα προσλαμβανόμενων από το στόμα υγρών μαζί με περίπου 8 λίτρα σιελικών, γαστρικών και χολοπαγκρεατικών εκκρίσεων. Από αυτά τα 4-5 λίτρα απορροφώνται στη νήστιδα και τα 3-5 λίτρα στον ειλεό. Μόνο 1 λίτρο υγρών εισέρχεται στο παχύ έντερο καθημερινά και από αυτή την ποσότητα τα 800 κ.εκ. απορροφώνται από το κολονικό επιθήλιο και τα υπόλοιπα 200 κ.εκ. αποβάλλονται με τα κόπρανα.
Η μετακίνηση ύδατος κατά την απορρόφησή του καθοδηγείται και συνοδεύεται από την ενεργητική διακυττάρια απορρόφηση των ιόντων Νa+ και χλωρίου (Cl) καθώς και την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, όπως γλυκόζης και αμινοξέων.
Οι λάχνες είναι οι κύριες απορροφητικές δομές, ενώ η έκκριση ύδατος και ηλεκτρολυτών γίνεται από τις κρύπτες. Οι συνάψεις μεταξύ των κυττάρων είναι χαλαρές και έτσι δημιουργούνται «πόροι», μέσω των οποίων διευκολύνεται η παρακυττάρια μεταφορά ύδατος λόγω της διαφοράς των ωσμωτικών και των υδροστατικών πιέσεων ανάμεσα στον αυλό και στο διάμεσο υγρό. Οι πόροι αυτοί είναι μεγαλύτεροι στη νήστιδα (0,7-0,9 nm) σε σχέση με τον ειλεό (0,3-0,4 nm).
Ηλεκτρολύτες
Νάτριο (Νa+): Το Νa+ απορροφάται με ενεργητικούς και παθητικούς μηχανισμούς. Έτσι συμμεταφέρεται ενεργητικά με το Cl- και θρεπτικά συστατικά, όπως η γλυκόζη στη νήστιδα και με τα χολικά άλατα στον τελικό ειλεό. Η σύζευξη αυτή εξαρτάται στην ηλεκτροχημική κλίση των συγκεντρώσεων Νa+ κατά μήκος του κορυφαίου τμήματος της κυτταρικής μεμβράνης, η οποία δημιουργείται από τη λειτουργία αντλίας Νa+Κ+ΑΤPάσης που βρίσκεται στην πλαγιο-βασική πλευρά της κυτταρικής μεμβράνης.
Η απορρόφηση του ύδατος ακολουθεί παθητικά για τη διατήρηση ισοωσμοτικότητας. Η σύζευξη αυτή της μεταφοράς Νa+ με τη γλυκόζη έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αυτός ο μηχανισμός παραμένει ανεπηρέαστος στις περισσότερες διαρροϊκές καταστάσεις, με αποτέλεσμα η χορήγηση διαλυμάτων γλυκόζης-άλατος να αποτελεί σημαντικό θεραπευτικό χειρισμό σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ένας άλλος ενεργητικός μηχανισμός για την απορρόφηση είναι μέσω του μεταφορέα ανταλλαγής Νa+-Η+, ο οποίος επιτρέπει την είσοδο Νa+ και Cl- μέσα στο κύτταρο, σε ανταλλαγή με Η+.
Χλώριο (Cl-): Η σύζευξη της μεταφοράς του Νa+ με τη γλυκόζη επάγει και την απορρόφηση του Cl- μέσω ενός διακυτταρίου μονοπατιού. Επίσης, ο μηχανισμός ανταλλαγής Νa+-Η+ επιτρέπει την είσοδο Cl- μέσα στο κύτταρο, σε ανταλλαγή με Η+. Ένας τρίτος μηχανισμός για την απορρόφηση Cl- είναι ο μεταφορέας ανταλλαγής Cl- – διττανθρακικών (HCO3-), με τον οποίο το Cl- απορροφάται με ανταλλαγή για HCO3-. Τα HCO3- απορροφώνται μέσω της έκκρισης ιόντων Η+ τα οποία ανταλλάσσονται με Νa+.
Κάλιο (Κ+): Το Κ+ απορροφάται παθητικά κατά μήκος της ηλεκτρικής κλίσης και της ηλεκτρικής συγκέντρωσης σε ανταλλαγή με Η+.
Άλλα ιόντα: Tο ασβέστιο διαχέεται παθητικά και ενεργητικά μέσω μιας διεργασίας που ρυθμίζεται από τη βιταμίνη D, την 1, 25-διυδροξυβιταμίνη D, την παραθορμόνη, την καλσιτονίνη και μια σειρά ασβεστιοδεσμευτικών πρωτεϊνών. Η απορρόφηση του ασβεστίου γίνεται κατά κύριο λόγο στο δωδεκαδάκτυλο, αλλά και στα υπόλοιπα τμήματα του λεπτού εντέρου. Το μαγνήσιο απορροφάται σε μικρές ποσότητες από όλα τα τμήματα του λεπτού εντέρου. Τα φωσφορικά ιόντα απορροφώνται σε όλα τα τμήματα του λεπτού εντέρου. Ο σίδηρος απορροφάται από το δωδεκαδακτυλικό και το νηστιδικό βλεννογόνο με τη μορφή του δισθενούς ιόντος του.
Έκκριση
Τα κύτταρα της εντερικής κρύπτης έχουν την ικανότητα να εκκρίνουν ένα ισοτονικό υγρό μέσω της ενεργού διακυττάριας μεταφοράς του Cl-. Aυτή η διαδικασία «λιπαίνει» τις βλεννογονικές επιφάνειες και διευκολύνει την έκκριση προς τον αυλό του εντέρου άλλων σημαντικών ουσιών, όπως της εκκριτικής ανοσοσφαιρίνης IgA και ουσιών που παράγονται από τα κύτταρα Paneth που ονομάζονται κρυπτιδίνες. Η διάρροια συμβαίνει όταν η έκκριση υπερβαίνει την απορροφητική ικανότητα του παχέος εντέρου.
Η επιθηλιακή έκκριση Cl- περιλαμβάνει τη πρόσληψη Cl- από τη πλαγιοβασική πλευρά της μεμβράνης μέσω ενός συμμεταφορέα Νa+-Κ+-2Cl-, η οποία ακολουθείται από την έκκριση Cl- διά της κορυφαίας (προς τον αυλό) πλευράς της μεμβράνης μέσω ειδικών καναλιών Cl-, όπως του ρυθμιστή της διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator, CFTR), ο οποίος και δυσλειτουργεί στην κυστική ίνωση, συγγενή πάθηση που συνοδεύεται από ξηρότητα των βλεννογόνων.
Μια σειρά μηχανισμών διεγείρουν την έκκριση ύδατος και ηλεκτρολυτών:
Εντερική διάταση: Η ταχεία αύξηση της ενδαυλικής πίεσης διεγείρει την έκκριση νερού και χλωρίου μέσα στον αυλό. Αυτός ο μηχανισμός συμβάλλει περαιτέρω στην ελάττωση του εξωκυτταρίου υγρού όγκου κατά την απόφραξη του εντέρου σε περιπτώσεις ειλεού.
Χυμικοί παράγοντες: Η εντερική έκκριση διεγείρεται από ένα μεγάλο αριθμό ενδογενώς παραγόμενων εκκριταγωγών ουσιών, όπως είναι τα εικοσανοϊδή από το υποεπιθηλιακό στρώμα του τοιχώματος, η ακετυλοχολίνη, το VIP και η σεροτονίνη. Γαστρεντερικές ορμόνες, όπως η σεκρετίνη και η γαστρίνη επίσης συμμετέχουν. Η δράση των ενδογενών αυτών παραγόντων γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, όταν παράγονται σε μεγάλες ποσότητες σε παθολογικές καταστάσεις, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του καρκινοειδούς, του VIPόματος και του γαστρινώματος.
Ενδαυλικοί παράγοντες: Τα χολικά άλατα και τα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου διεγείρουν την εντερική έκκριση και μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να προκαλέσουν διάρροια. Eντεροτοξίνες που παράγονται από ποικίλους τύπους βακτηρίων (Vibrio cholera, Escherichia coli, Salmonella, Campylocacter jejuni, Yersinia enterocolitica, Clostridium perfrigens, Clostridium difficile) αυξάνουν σημαντικά την εκκριτική λειτουργία του βλεννογόνου, οδηγώντας σε διάρροια.
Κινητικότητα
Η κινητικότητα του λεπτού εντέρου ορίζεται από την περιφερική προώθηση των περιεχομένων του εντερικού αυλού, η οποία ονομάζεται περίσταλση και είναι το αποτέλεσμα μεταδιδόμενων μυϊκών συστολών και από την κινητική δραστηριότητα του εντερικού τοιχώματος που έχει ως στόχο την ανάμειξη του χυμού με τα υγρά της πέψης, η οποία ονομάζεται τμηματοποίηση και είναι το αποτέλεσμα μη μεταδιδόμενων, στατικών μυϊκών συστολών.
Η φυσιολογική περίσταλση μεταδίδεται με ταχύτητα 1 εκ/δευτερόλεπτο και διανύει μια απόσταση 10-15 εκ πριν να εξασθενήσει. Ένα στερεό γεύμα φθάνει από το στόμα στο παχύ έντερο σε χρονικό διάστημα κατά μέσο όρο 4 ωρών. Η τμηματοποίηση, κατά την οποία ένα τμήμα του λεπτού εντέρου συσπάται ως μονάδα, μπορεί να οδηγήσει και σε αντίστροφη πορεία του εντερικού περιεχομένου προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη ανάδευσή του, η οποία και ονομάζεται ανάστροφη περίσταλση.
Οι κινητικές λειτουργίες του λεπτού εντέρου επιτελούνται από τον έξω επιμήκη και τον έσω κυκλοτερή χιτώνα της καθαυτό μυϊκής στιβάδας και, σε μικρότερο βαθμό, από τη βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα, που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του μυεντερικού νευρικού πλέγματος, το οποίο ρυθμίζει κυρίως την περισταλτική δραστηριότητα και του υποβλεννογονίου πλέγματος που ρυθμίζει κυρίως την έκκριση και την απορρόφηση.
Οι νευροδιαβιβαστές που εξυπηρετούν το εντερικό νευρικό σύστημα είναι χολινεργικές, αδρενεργικές, σεροτονινεργικές και πεπτιδεργικές, ενώ πολυάριθμα πεπτίδια εκκρίνονται από τους νευρώνες. Το περισταλτικό αντανακλαστικό απαιτεί την περιφερική χαλάρωση του εντέρου, η οποία ευοδώνεται με τη δράση του αγγειοδραστικού εντερικού πεπτιδίου (Vasoactive Intestinal Peptide, VIP) και την κεντρικότερη σύσπαση του, που διεγείρεται από την ακετυλοχολίνη και την ουσία P.
Άλλα πεπτίδια, που εκκρίνονται και από το εντερικό νευρικό σύστημα, όπως η σωματοστατίνη, η νευροτενσίνη και η εγκεφαλίνη αναστέλλουν την κινητικότητα, ενώ η γαλανίνη και η χολοκυστονίνη διεγείρουν τις μυϊκές συστολές.
Το μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) αποτελεί ένα σημαντικό νευροδιαβιβαστή, αναστέλοντας τη νευρική δραστηριότητα στην κυκλοτερή μυϊκή στιβάδα του λεπτού εντέρου.
Οι αυτόματες αυξομειώσεις του δυναμικού της κυτταρικής μεμβράνης που, φυσιολογικά, υφίστανται οι λείες μυϊκές ίνες του εντέρου, ονομάζονται βηματοδοτικά δυναμικά ή ηλεκτρική δραστηριότητα ελέγχου. Η συχνότητα των βηματοδοτικών δυναμικών είναι υψηλότερη κεντρικότερα και μειώνεται προοδευτικά προς τον ειλεό. Καθώς τα βηματοδοτικά δυναμικά εξαπλώνονται προς την περιφέρεια διεγείρουν τα δυναμικά ενεργείας με αποτέλεσμα την έναρξη των μυϊκών συστολών. Τα περισταλτικά κύματα στο ανθρώπινο λεπτό έντερο ξεκινούν από βηματοδοτικά δυναμικά που πυροδοτούνται στο δωδεκαδάκτυλο, το οποίο και θεωρείται ο «βηματοδότης» του λεπτού εντέρου. Ένα νευρικού τύπου κύτταρο, γνωστό και ως διάμεσο κύτταρο του Cajal φαίνεται να παίζει ρόλο-κλειδί στη γένεση της βηματοδοτικής δραστηριότητας.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των φάσεων της πέψης, δηλαδή κατά την περίοδο της νηστείας μεταξύ των γευμάτων, κάθε 90΄, ένα κυκλικό τριφασικό πρότυπο κινητικής δραστηριότητας ξεκινά από το δωδεκαδάκτυλο και κινείται περιφερικά προωθούμενο έως το παχύ έντερο. Σκοπός του είναι ο καθαρισμός των υπολειμμάτων των προηγούμενων γευμάτων και η απαλλαγή του πεπτικού σωλήνα από τους μικροοργανισμούς που διέφυγαν την καταστροφή από το γαστρικό υγρό. Αυτή η κινητική δραστηριότητα ονομάζεται μεταναστευτικό μυοηλεκτρικό σύμπλεγμα ή ΜΜΣ (Migrating Motor Complex, MMC) και αποτελείται από τρεις διαδοχικές φάσεις, τη σιωπηλή φάση 1, που χαρακτηρίζεται μόνο από βραδέα κύματα, τη φάση 2 με δυναμικά ενεργείας αυξανόμενης δραστηριότητας και τη φάση 3, όπου τα δυναμικά ενεργείας παρουσιάζονται μετά από κάθε βραδύ κύμα. Το πεπτίδιο μοτιλίνη φαίνεται να παίζει το κύριο ρυθμιστικό ρόλο δρώντας είτε πυροδοτικά στο ΜΜΣ ή σαν δευτερογενές φαινόμενο. Πάντως τα επίπεδα πλάσματος της μοτιλίνης είναι αυξημένα κατά τη διάρκεια του ΜΜΣ.
Μια χειρουργική επέμβαση στην κοιλιακή χώρα καταργεί τη γαστρεντερική κινητικότητα για άλλοτε άλλη χρονική περίοδο, η οποία και κυμαίνεται ανάλογα με τον τύπο της επέμβασης. Έτσι το ΜΜΣ επανέρχεται μέσα σε 3 ώρες μετά από χολοκυστεκτομή, αλλά μπορεί να επανέλθει και έως και μετά από 6 ημέρες μετά από μια επέμβαση εκτομής του παχέος εντέρου. Το λεπτό έντερο αναλαμβάνει μέσα στις πρώτες 12-24 ώρες, ενώ το παχύ έντερο μπορεί να μην ανακτήσει τη φυσιολογική κινητικότητά του μέχρι και την 6η μετεγχειρητική ημέρα. Αυτό το φυσιολογικό φαινόμενο της καθυστέρησης της επαναφοράς της γαστρεντερικής λειτουργίας μετά από μία χειρουργική επέμβαση ονομάζεται μετεγχειρητικός ειλεός και υπόκειται στην επίδραση μιας πλειάδας παραγόντων, όπως τη χρήση οπιοειδών αναλγητικών μετεγχειρητικά, τη χρήση επισκληριδίου αναλγησίας, την πρώϊμη κινητοποίηση του ασθενούς μετά το χειρουργείο, κλπ.
Νευροορμονική λειτουργία
Το λεπτό έντερο αποτελεί πλούσια πηγή ρυθμιστικών πεπτιδίων που ελέγχουν διάφορες λειτουργίες του πεπτικού συστήματος. Οι ουσίες αυτές απελευθερώνονται σε απάντηση διαφόρων ενδαυλικών και νευρογενών ερεθισμάτων και ασκούν τη βιολογική δράση τους είτε σε απομακρυσμένες θέσεις (με την είσοδό τους στην κυκλοφορία του αίματος σαν κλασσικές ορμόνες) ή σε τοπικό επίπεδο (ως παρακρινικοί παράγοντες ή ως νευροδιαβιβαστές).
Σεκρετίνη και σχετιζόμενα πεπτίδια: Η σεκρετίνη, ένα πεπτίδιο 27 αμινοξέων παράγεται από τα εντεροενδοκρινικά κύτταρα του εγγύς λεπτού εντέρου και οι βασικοί εκλυτική παράγοντες της έκκρισης της είναι η οξινοποίηση του αυλικού περιεχομένου, τα χολικά άλατα και το λίπος. Η σεκρετίνη αναστέλλει την έκκριση της γαστρίνης, την γαστρική έκκριση και τη γαστρεντερική κινητικότητα, ενώ διεγείρει την παραγωγή της χολής. Άλλα μέλη της οικογένειας της σεκρετίνης είναι ουσίες που μοιράζονται παρόμοια ομολογία στην αλληλουχία των αμινοξέων τους και ασκούν τη δράση μέσω ανάλογων υποδοχέων που είναι συζευγμένοι με την πρωτεϊνη G. Αυτές είναι το VIP, το ενεργοποιό την αδενυλική κυκλάση της υπόφυσης πολυπεπτίδιο (Pituitary adenylate cyclase-activating poplypeptide, PACAP), το γλυκαγόνο, το γαστρικό ανασταλτικό πολυπεπτίδιο (Gastric inhibitory polypeptide, GIP) και το εντερογλυκαγόνο.
Χολοκυστοκινίνη: Εκλύεται από εξειδικευμένα εντεροενδοκρινικά εντερικά κύτταρα σε απάντηση στα λιπαρά οξέα μέσης και μακράς αλύσου, ενώ η έκκρισή της αναστέλλεται από τη θρυψίνη και τα χολικά άλατα, που βρίσκονται ενδαυλικά. Η κύρια δράση της είναι στη χοληδόχο κύστη και στο σφιγκτήρα του Oddi, στα οποία προκαλεί συνδυασμένα σύσπαση και χάλαση, αντίστοιχα, προκείμενου τη μείξη της χολής με την τροφή που πέπτεται. Επίσης αυξάνει την παγκρεατική έκκριση. Διεγείρει, τέλος, την κυτταρική αύξηση στον εντερικό βλεννογόνο και στο πάγκρεας, την έκλυση της ινσουλίνης και την κινητικότητα του πεπτικού σωλήνα.
Σωματοστατίνη: Είναι ένα 14-πεπτίδιο που ασκεί μια σειρά ανασταλτικών λειτουργιών στο γαστρεντερικό σωλήνα. Αφού παραχθεί από τα εντεροενδοκρινικά κύτταρα του τοιχώματος, δρα με παρακρινικό τρόπο και αναστέλλει τις εντερικές, γαστρικές και χολοπαγκρεατικές εκκρίσες, όπως και την κυτταρική ανάπτυξη. Συνθετικές μορφές της σωματοστατίνης χρησιμοποιούνται θεραπευτικά στην αντιμετώπιση εντεροδερματικών και χολοπαγκρεατικών συριγγίων, στα οποία η καταστολή και η κατά το δυνατόν ελάττωση των φυσιολογικά παραγόμενων υγρών από το πεπτικό σύστημα είναι ουσιώδης.
Άλλα πεπτίδια: Το πεπτίδιο YY είναι ένα 36-πεπτίδιο που εκκρίνεται από το περιφερικό λεπτό έντερο και φαίνεται ότι αναστέλλει τη γαστρική έκκριση. Επίσης ελαττώνει την εντερική κινητικότητα και αναστέλλει την παγκρεατική έκκριση και την έκλυση διαφόρων εντερικών ορμονών.
Η μοτιλίνη εκκρίνεται από το δωδεκαδάκτυλο και την εγγύς νήστιδα και αυξάνει τη συσπαστικότητα των λείων μυϊκών ινών, ενώ επιταχύνει τη γαστρική κένωση. Η ερυθρομυκίνη είναι ένας αγωνιστής του υποδοχέα της μοτιλίνης και μπορεί να βοηθήσει σε κάποιες μορφές ελαττωμένης γαστρικής κένωσης.
Η νευροτενσίνη παράγεται από τα κύτταρα του ειλεού και, ενώ φαίνεται ότι ασκεί μια σειρά φυσιολογικών δράσεων, ο ακριβής ρόλος της δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί. Κάτι ανάλογο ισχύει και για μια σειρά πεπτιδίων του εντέρου που εκλύονται από τα νευρικά πλέγματα και λειτουργούν ως νευροδιαβιβαστές, όπως το VIP, το σχετιζόμενο με το γονίδιο της καλσιτονίνης πεπτίδιο (calcitonin gene-related peptide, CGRP), η γαλανίνη, η μπομπεσίνη, το νευροπεπτίδιο Υ, τα εκλύοντα τη γαστρίνη πεπτίδια (gastrin releasing peptides, GRP) και η ουσία Ρ. Όλες οι παραπάνω φαίνεται να επιδρούν στην κινητικότητα, στην τοπική αιμάτωση και στην επιθηλιακή και εξωκρινή έκκριση.
Ανοσολογική ρύθμιση
Το ανοσολογικό σύστημα του εντερικού βλεννογόνου είναι ουσιώδους σημασίας στην άμυνα έναντι τοξικών και παθογόνων ουσιών του περιβάλλοντος του αυλού. Το χόριο του βλεννογόνου (lamina propria) περιέχει μια ποικιλία ανοσολογικών κυττάρων, που παράγουν ανοσοσφαιρίνες και κυτοκίνες. Έτσι τα πλασματοκύτταρα της περιοχής παράγουν εκκριτικές IgA μετά την επαφή τους με αντιγόνα της τροφής και μικρόβια. Οι IgA και οι IgM εκκρίνονται μέσα στον αυλό με ενός μηχανισμού, ο οποίος περιλαμβάνει μεταφορά δια μέσω των επιθηλιακών κυττάρων. Οι αλληλεπιδράσεις IgA-αντιγόνα συμβαίνει μέσα στο εντερικό επιθήλιο, αλλά και υποεπιθηλιακά. Μάλιστα τα εντερικά επιθηλιακά κύτταρα συμβάλλουν και από μόνα τους στην ανοσολογική λειτουργία του πεπτικού σωλήνα με το να μεταδίδουν σημαντικά ανοσορυθμιστικά σήματα στον υποκείμενο πληθυσμό των λεμφοκυττάρων.
Πάνω από τις πλάκες Peyer βρίσκονται τα κύτταρα Μ, τα οποία λειτουργούν ως σημαντικές πύλες εισόδου για τα ξένα αντιγόνα. Εγκολπώσεις στη μεμβράνη των Μ κυττάρων αποτελούν τις θέσεις όπου λεμφοκύτταρα και μακροφάγα συγκεντρώνονται και έρχονται με τα αντιγόνα από τον αυλό προκειμένου, στη συνέχεια, να τα παρουσιάσουν στα υποκείμενα λεμφικά θυλάκια των πλακών Peyer. Ο πολλαπλασιασμός των λεμφοκυττάρων που λαμβάνει χώρα μέσα στις πλάκες αυτές οδηγεί στην παραγωγή Β πλασματοκυττάρων που εκκρίνουν IgA, τα οποία μεταναστεύουν σε επιχώριους λεμφαδένες και στη συστηματική κυκλοφορία, από όπου μεταναστεύουν πίσω και εγκαθίστανται σε μεγάλους αριθμούς μέσα στα υποβλεννογόνια στρώματα. Εκεί τα ώριμα Τ λεμφοκύτταρα, τα Β κύτταρα και τα μακροφάγα ασκούν την ανοσολογική δράση τους, όπως φαγοκυττάρωση και παραγωγή κυτοκινών.
Δημιουργία φραγμού
Το εντερικό επιθήλιο επιλεγμένα αποτρέπει τη διείσδυση δυνητικά βλαπτικών ουσιών που μπορεί να βρίσκονται μέσα στον αυλό. Αυτό επιτυγχάνεται με το διακυτταρικό συνδεσμικό σύμπλεγμα, μια ιστολογική δομή τριών επιπέδων. Από έξω προς τα έσω τα επίπεδα αυτά συνίστανται στη στενή σύνδεση zona occludens, τη διάμεση προσκολλητική σύνδεση zonula adherens, στην οποία σημαντικό ρόλο παίζει η διαμεμβρανική πρωτεΐνη Ε-καντχερίνη και το πιο εσωτερικό στρώμα, το δεσμοσωμάτιο.