Η φυσιολογική συγκέντρωση των βακτηρίων μέσα στο λεπτό έντερο είναι 105/ml. Μηχανισμοί που περιορίζουν την ανάπτυξη των βακτηρίων περιλαμβάνουν τη συνεχή ροή του εντερικού περιεχομένου από την περισταλτικότητα και το διεντερικό μεταναστευτικό μυοηλεκτρικό σύμπλεγμα, τη γαστρική οξύτητα, την τοπική δράση των ανοσοσφαιρινών και την παρεμπόδιση της παλινδρόμησης του περιεχομένου του παχέος εντέρου στο λεπτό έντερο μέσω της ειλεοτυφλικής βαλβίδας. Διαταραχή κάθε ενός από τους μηχανισμούς αυτούς μπορεί να οδηγήσει σε ένα σύνδρομο υπερανάπτυξης βακτηριδίων, το οποίο είναι γνωστό και ως σύνδρομο τυφλής έλικας.
Ανατομικές βλάβες που προκαλούν στάση και επιτρέπουν το βακτηριακό υπερπολλαπλασιασμό είναι οι στενώσεις, τα συρίγγια και τα τυφλά τμήματα του εντέρου, τα οποία δεν εκκενώνονται επαρκώς. Η στάση του εντερικού περιεχομένου μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας λειτουργικής ανωμαλίας της κινητικότητας, πχ το σκληρόδερμα.
Το σύνδρομο περιλαμβάνει την παρουσία διάρροιας, στεατόρροιας, κοιλιακού πόνου, απώλειας βάρους, αναιμίας (συνήθως μεγαλοβλαστικής), ελλειμμάτων λιποδιαλυτών βιταμινών, ακόμη και νευρολογικές διαταραχές. Στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου περιλαμβάνεται ο έντονος μεταβολισμός της βιταμίνης Β12 που οδηγεί αναπόφευκτα στη δυσαπορρόφησή της.
Η αποσύζευξη των χολικών αλάτων από τα βακτήρια οδηγεί σε ανεπαρκή πέψη των λιπών, με αποτέλεσμα τη στεατόρροια. Στην πραγματικότητα τα χολικά άλατα που δεν είναι συζευγμένα έχουν τοξική δράση στα εντεροκύτταρα και, έτσι μπορούν να προκαλέσουν απευθείας διάρροια, ενώ η επιθηλιακή βλάβη που προκαλούν οδηγεί στη δυσαπορρόφηση και άλλων θρεπτικών συστατικών. Η φαρμακευτική θεραπεία του συνδρόμου συνίσταται στη συχνή χορήγηση από του στόματος αντιβιοτικών σκευασμάτων. Αν αυτό είναι εφικτό, τότε πρέπει να διενεργείται η χειρουργική διόρθωση της ανατομικής βλάβης που προκαλεί το σύνδρομο της τυφλής έλικας.