Λειτουργικά αποτελέσματα μετά από χαμηλή πρόσθια εκτομή για καρκίνο του ορθού

Εισαγωγή

Οι αρχές που διέπουν τη θεραπευτική στρατηγική του καρκίνου του ορθού διαφέρουν σημαντικά από αυτές που ακολουθούνται στην αντιμετώπιση του υπόλοιπου παχέος εντέρου. Στόχοι της χειρουργικής θεραπείας του καρκίνου του ορθού, η οποία και αποτελεί το βασικό μέσο εκρίζωσης του εν λόγω όγκου και επίτευξης μακράς επιβίωσης των ασθενών, αποτελούν η διενέργεια μιας ριζικής, ογκολογικά σωστής θεραπευτικής εκτομής και η ελαχιστοποίηση των τοπικο-περιοχικών υποτροπών. Ο τοπικός έλεγχος της νόσου είναι πολλές φορές δύσκολος, ενώ τα ποσοστά των υποτροπών εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας για τους χειρουργούς της περιοχής.

Η επιτυχία όμως των επεμβάσεων και των υπόλοιπων θεραπευτικών επιλογών για τον καρκίνο του ορθού δεν κρίνεται μόνο από την επίτευξη του επιθυμητού ογκολογικού αποτελέσματος, αλλά και από τα λειτουργικά επακόλουθα που, αναπόφευκτα, μπορούν να επιφέρουν οι πυελικές επεμβάσεις. Έτσι θέματα που εμπίπτουν σε διαταραχές της λεγόμενης Σχετιζόμενης με την Υγεία Ποιότητας Ζωής (Ηealth-Related Quality of Life, HRQOL) έχουν γίνει σημαντικά, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών εστιάζονται σε αυτά. Αν και η ακριβής συχνότητά της διαταραχής της και οι σχετικοί προδιαθεσικοί παράγοντες δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί, η σεξουαλική λειτουργία είναι ένα από τα στοιχεία της Ποιότητας Ζωής που μπορεί να υποστεί σημαντικές αλλαγές μετεγχειρητικά. Διαταραχές της λειτουργίας της ουροδόχου κύστης είναι επίσης συχνές.

Σημαντική διαφοροποίηση μπορεί να επέλθει και στην εντερική λειτουργία και στη σφιγκτηριακή επάρκεια. Άλλες παράμετροι της ποιότητας ζωής (συναισθηματική ευεξία, κοινωνική ζωή, κλπ) βρίσκονται σε κίνδυνο γιατί τέτοιες ογκολογικές επεμβάσεις πιθανόν να οδηγήσουν τον ασθενή σε «απομόνωση» και «αναπηρία». Ο χειρουργός παχέος εντέρου οφείλει να ενημερώνει τους ασθενείς με καρκίνο του ορθού για τις πιθανές επερχόμενες λειτουργικές διαταραχές, ώστε οι ασθενείς να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες από την επέμβαση, να κατέχει τις απαραίτητες γνώσεις χειρουργικής ανατομικής και φυσιολογίας, προκειμένου να αποφευχθούν ή, τουλάχιστον, να ελαχιστοποιηθούν τέτοιες λειτουργικές διαταραχές, αλλά και να είναι προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας λειτουργικής δυσπραγίας, η οποία, παρά το άριστο ογκολογικό αποπτέλεσμα, μπορεί να «βασανίσει» τον ασθενή μετεγχειρητικά.


Ουρογενετήσιες διαταραχές  

Ανατομία αυτόνομων νευρικών πλεγμάτων

Το κάτω μεσεντέριο αυτόνομο νευρικό πλέγμα δημιουργείται από μεταγαγγλιονικές προαορτικές συμπαθητικές ίνες (από τα Ο3-Ι1 νευροτόμια) στη θέση της έκφυσης της κάτω μεσεντερίου αρτηρίας από την αορτή. Οι ίνες που εκβάλλουν από το πλέγμα αυτό οδηγούν στη δημιουργία του άνω υπογαστρίου πλέγματος στο διχασμό της αορτής στις κοινές λαγόνιες αρτηρίες. Από αυτό το πλέγμα προέρχονται το δεξιό και το αριστερό υπογάστρια νεύρα, τα οποία κατέρχονται στην πύελο μεταξύ της προϊεράς τοιχωματικής πυελικής περιτονίας και της σπλαγχνικής πυελικής ή ιδίως μεσοορθικής περιτονίας. Ιατρογενής τραυματισμός των παραπάνω συμπαθητικών πλεγμάτων και νεύρων οδηγεί σε παλλίνδρομη εκσπερμάτωση (Εικόνα 1). Τα συμπαθητικά υπογάστρια νεύρα ενώνονται με τα παρασυμπαθητικά πυελικά νεύρα από τα Ι2-Ι4 (nervi erigentes) προσθιοπλαγίως του ορθού, όπισθεν των σπερματοδόχων κύστεων και του προστάτη, μπροστά από την περιτονία Dennonvilliers, όπου και σχηματίζουν το κάτω υπογάστριο (πυελικό) πλέγμα. Είναι σε αυτή τη θέση που συμβαίνουν οι περισσότερες και πιο σοβαρές ιατρογενείς κακώσεις κατά τη χαμηλή πρόσθια εκτομή. Τραυματισμός του νευρικού αυτού πλέγματος οδηγεί σε στυτική δυσλειτουργία (ανικανότητα) και νευρογενή κύστη (άτονη ουροδόχο κύστη, επίσχεση ούρων) (Εικόνα 1).

 
 
Εικόνα 1. Αυτόνομα νεύρα της πυέλου και θέσεις ιατρογενούς τραυματισμού κατά τη χειρουργική του ορθού


Ουρολογικές διαταραχές μετά από «ανοικτή» ΧΠΕ

Σε μελέτες που αφορούσαν γενικά στην «ανοικτή» χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού, τα μετεγχειρητικά ποσοστά δυσλειτουργίας στην κένωση της κύστης, έπειξης για ούρηση και ακράτειας ούρων έφθαναν το 44%, 58% και 41%, αντίστοιχα (Εικόνα 2).


Σεξουαλική δυσλειτουργία μετά από «ανοικτή» ΧΠΕ

Στη μελέτη των Hendren και συν (Αnn Surg, 2005), ενώ το 61% των γυναικών και το 91% των ανδρών ήταν σεξουαλικά ενεργείς προ του χειρουργείου, το 29% των γυναικών και το 45% ανδρών ανέφεραν χειρότερη σεξουαλική ζωή μετεγχειρητικά, μετά την εκτομή του καρκίνου του ορθού και, κατά περίπτωση, την απαραίτητη επιουρική θεραπεία. Η διενέργεια κοιλιοπερινεϊκής εκτομής, η χορήγηση ακτινοθεραπείας και η προχωρημένη ηλικία των ασθενών αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου.


Εικόνα 2. Μετεγχειρητικές λειτουργικές διαταραχές ούρησης
(Eur J Surg Oncol. 2001 Apr;27(3):265-72.)


Οι αναφορές από τις δεκαετίες 1980 και 1990 παρουσίαζαν τη σεξουαλική ανικανότητα ως μία, πολλές φορές, αναπόφευκτη λειτουργική επιπλοκή και «τίμημα» για την ογκολογική θεραπεία μετά τις ριζικές χειρουργικές εκτομές για τον καρκίνο του ορθού, με ποσοστά στυτικής δυσλειτουργίας που έφθαναν και το 100%.  Η εισαγωγή και η ευρεία εφαρμογή της Ολικής Μεσοορθικής Εκτομής (Total Mesorectal Excision, TME), ειδικά με την εκτέλεση προσεκτικής διατήρησης των αυτόνομων νεύρων (Nerve sparing TME), οδήγησε σε ελαττωμένα ποσοστά στυτικής δυσλειτουργίας. Στη μελέτη των Mauer και συν (Brit J Surg, 2001) η ΤΜΕ πέτυχε τη διατήρηση της στύσης και της εκσπερμάτωσης σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από ότι η «συμβατική» ΧΠΕ. Φαίνεται ότι, αν και πιο ριζική, η ΤΜΕ διενεργείται σε σωστά ανατομικά πλάνα, γεγονός που βοηθά αποτελεσματικά στη διατήρηση των νεύρων.

Άλλες σειρές ασθενών μετά από ΤΜΕ έχουν σχετικά ικανοποιητικά αποτέλεσματα, αν και η παρουσία σεξουαλικών διαταραχών μετά από «ανοικτή» ΧΠΕ δεν παύει να αποτελεί συχνή λειτουργική επιπλοκή (Εικόνα 3).

Στην πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση (Ho και συν, Dis Colon & Rectum, 2011) σχετικών μελετών που δημοσιεύθηκαν μετά το 2000 η επίπτωση της μετεγχειρητικής σεξουαλικής δυσλειτουργίας για τους άνδρες και τις γυναίκες ήταν 23-35% και 18-23%, αντίστοιχα, ενώ εάν συμπεριληφθούν και οι μελέτες που χρησιμοποίησαν προτυποποιημένα ερωτηματολόγια (που έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύουν και ηπιότερες μεταβολές της σεξουαλικότητας), τα αντίστοιχα ποσοστά φθάνουν το 23-66% και 19-62%. Στην ανασκόπηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν μελέτες που εστίαζαν τόσο στην «ανοικτή» όσο και στη λαπαροσκοπική εκτομή του ορθικού καρκίνου, καθώς και σχετικές συγκριτικές μελέτες μεταξύ των προσεγγίσεων αυτών.

Οι παράγοντες που σχετίζονται με τη σεξουαλική δυσλειτουργία συνοψίζονται ως εξής:
A. Σχετιζόμενοι με τη θεραπεία:
•ΤΜΕ: Έχει καλύτερα αποτελέσματα.
•Η λαπαροσκοπική έναντι της «ανοικτής» προσέγγισης (βλ. παρακάτω)
•Η εκτεταμένη λεμφαδενική εκτομή (Extended Lymph Node Disection): Δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά (Ho και συν, Dis Colon & Rectum, 2011).
•Η δημιουργία στομίας: Η σεξουαλική ζωή επιδεινώνεται σύμφωνα με 2 μελέτες, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά σύμφωνα με 2 άλλες (Ho και συν, Dis Colon & Rectum, 2011).
•Η χορήγηση (νέο-) επικουρικής ακτινοθεραπείας: Σύμφωνα με την Ολλανδική μελέτη (Dutch TME trial), στην οποία συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα μετά από ΤΜΕ έναντι ακτινοθεραπείας + ΤΜΕ, οι ασθενείς που είχαν λάβει και ακτινοθεραπεία είχαν χειρότερη σεξουαλική λειτουργία.

B. Σχετιζόμενοι με τον ασθενή
•Το προεγχειρητικό status της σεξουαλικής λειτουργίας επηρεάζει σημαντικά τη μετεγχειρητική ικανότητα του ασθενούς (Hendren και συν, Ann Surg, 2005, Stamopoulos και συν, Surg Endosc, 2009)
•Η προχωρημένη ηλικία είναι επιβαρυντικός παράγοντας (Hendren και συν, Ann Surg, 2005)
•Το φύλο: Οι άνδρες βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, πιθανά αφού οι περισσότερες γυναίκες σε τέτοιες ηλικίες είναι σεξουαλικά ανενεργείς. Αυτή την παρατήρηση την έχει επιβεβαιώσει η μελέτη MRC-CLASSIC, η οποία συνέκρινε τη λαπαροσκοπική με την «ανοικτή» χειρουργική για ορθοκολικό καρκίνο.

Γ. Σχετιζόμενοι με τα χαρακτηριστικά του όγκου
•Η κοιλιοπερινεϊκή εκτομή που αφορά, ως γνωστόν, στη χειρουργική αντιμετώπιση των καρκίνων του κατώτερου ορθού, εφόσον αυτοί δεν είναι αφαιρέσιμοι με κάποια σφιγκτηροδιασωστική επέμβαση, σχετίζεται με υψηλότερο ποσοστό σεξουαλικών δυσλειτουργιών (Hendren και συν, Ann Surg, 2005, Stamopoulos και συν, Surg Endosc, 2009). Αν και υπάρχουν υποψίες ότι το ύψος της αναστόμωσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου, στη μελέτη των Gurren και συν (Eur J Surg Oncol, 2005), η πολύ χαμηλή πρόσηια εκτομή με κολοπρωκτική αναστόμωση συνοδευόταν με χαμηλότερα ποσοστά στυτικής δυσλειτουργίας.



Εικόνα 3. Σεξουαλικές διαταραχές μετά από ΤΜΕ


Ουρογενετήσιες διαταραχές μετά από λαπαροσκοπική ΧΠΕ

Τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής προσέγγισης στη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού είναι η σημαντικά βελτιωμένη ορατότητα των ανατομικών δομών της «στενής» πυέλου, λόγω της μεγέθυνσης που προσφέρει η χρήση του λαπαροσκοπίου και του καλού φωτισμού καθώς και η κατ΄ ανάγκην ανατομική παρασκευή σε εμβρυολογικά ανάγγεια πλάνα, αφού η παραμικρή απώλεια του χειρουργικού πλάνου μπορεί να προκαλέσει αιμορραγίες που παραβλάπτουν το πεδίο και ελέγχονται δύσκολα με τα λαπαροσκοπικά εργαλεία, κάτι, βέβαια, που μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα, αλλά, οπωσδήποτε όχι της αυτής εμβέλειας, και στην «ανοικτή» χειρουργική. Επομένως ο «λαπαροσκόπος» χειρουργός «αναγκάζεται» να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Ακόμη και το γεγονός ότι βασίζεται σε σχεδόν αποκλειστικά «οξείες» παρασκευές των ιστών, αντί για την ευκολία των «αμβλέων», αδρών παρασκευών της «ανοικτής» χειρουργικής, τον βοηθά στην κατά το δυνατόν καλύτερη διατήρηση των περιτονιών (προϊεράς, μεσοορθικής, Dennonvillier’s), οι οποίες αποτελούν και τις ιστικές δομές-κλειδιά για την ολική μεσοορθική εκτομή. Τα παραπάνω βοηθούν σημαντικά στην επίτευξη διατήρησης και την αποφυγή τραυματισμού των αυτόνομων νεύρων και πλεγμάτων και, συνεπώς, την εκτέλεση μιας «νευρο-σωστικής» ολικής μεσοορθικής εκτομής (Nerve sparing TME). Ένα πιθανό μειονέκτημα της λαπαροσκοπικής ΧΠΕ είναι το ότι πολλές από τις πυελικές παρασκευές γίνονται με τη χρήση εργαλείων (ψαλίδι υπερήχων κλπ), που, λόγω της ανάγκης αρχικής σύλληψης και μετά διατομής των παρασκευαζόμενων ιστών, μπορούν να οδηγήσουν σε άμεση ακούσια ιατρογενή κάκωση (ιδιαίτερα του στυτικού πυελικού πλέγματος κατά την προσθιοπλάγια μεσοορθική παρασκευή) ή σε τραυματισμό λόγω θερμικής διασποράς.

Στις σύγχρονες μελέτες που επικεντρώνονται στη λαπαροσκοπική χαμηλή πρόσθια εκτομή (ΧΠΕ) δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης εμφανίζεται σε ποσοστό 0-12%.

Σε δύο μελέτες σύγκρισης της λαπαροσκοπικής με την «ανοικτή» εκτομή για καρκίνο του ορθού, η σεξουαλική λειτουργία ελέγχθηκε ως δευτερογενές αποτέλεσμα. Στην αναδρομική μελέτη κοορτής των Quah και συν (Brit J Surg, 2002), όπου χρησιμοποιήθηκε και το ΙΙΕF (Ιnterrnational Indesx for Erectile Dysfunction) ως πρότυπο ερωτηματολόγιο και δείκτης αντικειμενικής αξιολόγησης της στυτικής δυσλειτουργίας για τους άνδρες, το ποσοστό των ασθενών που ήταν σεξουαλικά ενεργείς 3 έτη μετά την επέμβαση ήταν 76.2% (16/21 ασθενείς) μετά από λαπαροσκοπική έναντι  89.3% (25/28 ασθενείς) μετά από «ανοικτή» εκτομή (p=0,26). Το ποσοστό της εμμένουσας νεοεμφανιζόμενης στυτικής δυσλειτουργίας μετά από λαπαροσκοπική ήταν σημαντικά αυξημένο σε σχέση με την «ανοικτή» εκτομή (40.0% έναντι 13.6%, p=0.004). Kατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων από την τυχαιοποιημένη συγκριτική μελέτη CLASSIC (μόνο 50% των ασθενών απάντησαν στα σχετικά ερωτηματολόγια) βρέθηκε τάση συσχέτισης της λαπαροσκοπικής χειρουργικής με χειρότερα scores σεξουαλικής ικανοποίησης και στυτικής λειτουργίας μετεγχειρητικά σε σύγκριση με την «ανοικτή» (p=0,063 και p=0,068, αντίστοιχα).

Αντίθετα με τα παραπάνω, στην προοπτική μη τυχαιοποιημένη μελέτη των Yang και συν (Εur J Surg Oncol, 2007) αναδείχθηκε η καλύτερη, βραχυπρόθεσμα, σεξουαλική λειτουργία και ο μεγαλύτερος βαθμός σεξουαλικής ικανοποίησης, μακροπρόθεσμα, μετά από λαπαροσκοπική σε σχέση με τη συμβατική χειρουργική του ορθού.  Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την προοπτική παρακολούθηση, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, της σεξουαλικής λειτουργίας μετά από λαπαροσκοπική και «ανοικτή» προσέγγιση για τον καρκίνο του ορθού στην Α΄ Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική ΕΚΠΑ, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών δεν συνηγορούν στην ύπαρξη στατιστικών σημαντικών διαφορών στο συνολικό και στους επιμέρους τομείς του IIEF score ανάμεσα στους δύο τύπους επεμβάσεων (Stamopoulos P, Theodoropoulos GE, Papailiou J, et al, Surg Endosc, 2009). Στη συγκεκριμένη όμως μελέτη, οι 20 από τους 22 ασθενείς που είχαν εμμένουσα σεξουαλική δυσλειτουργία (ΙΙΕF score < 43) 6 μήνες μετά από το χειρουργείο είχαν υποβληθεί σε «ανοικτή» χειρουργική εκτομή του ορθού (p=0,076), γεγονός που υποστηρίζει μόνο με τάση για σημαντικότητα τη λαπαροσκοπική χειρουργική.


Μετεγχειρητική εντερική λειτουργία, διαταραχές κενώσεων

Επιστροφή εντερικής λειτουργίας

Ανάμεσα στα βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής ΧΠΕ είναι η ταχύτερη επιστροφή της λειτουργίας του εντέρου και ο βραχύτερος χρόνος του μετεγχειρητικού ειλεού, τα οποία και μεταφράζονται σε ταχύτερη έξοδο από το νοσοκομείο. Αυτές οι παρατηρήσεις υποστηρίζονται από προοπτικές συγκριτικές τυχαιοποιημένες (Εικόνα 4) και μη τυχαιοποιημένες (Εικόνα 5) μελέτες μεταξύ της λαπαροσκοπικής και της «ανοικτής» χειρουργικής στον καρκίνο του ορθού.


Εικόνα 4. Προοπτικές συγκριτικές τυχαιοποιημένες μελέτες μεταξύ της λαπαροσκοπικής και της «ανοικτής» χειρουργικής στον καρκίνο του ορθού

 


Εικόνα 5. Προοπτικές συγκριτικές μη τυχαιοποιημένες μελέτες μεταξύ της λαπαροσκοπικής και της «ανοικτής» χειρουργικής στον καρκίνο του ορθού


Διαταραχές των κενώσεων μετά από ΧΠΕ

Μετά από ΧΠΕ η ακράτεια (ακούσια απώλεια εντερικού περιεχομένου) αποτελεί ένα δυσάρεστο λειτουργικό επακόλουθο. Ακράτεια στερεών κοπράνων, υδαρών κοπράνων, αερίων και αλλαγή της καθημερινότητας των ασθενών εξαιτίας των παραπάνω μπορεί να εμφανίστούν σε ποσοστά έως και 6,5%, 16%, 29% και 42%, αντίστοιχα.

Αυτό το φαινόμενο οφείλεται στα παρακάτω:
•Τραύμα σφιγκτήρα (βίαιη διαστολή κατά την τοποθέτηση του κυκλικού αναστομωτήρα)
•Αιδοιϊκή νευροπάθεια
•Ελαττωμένη ορθική διατασιμότητα
•Απώλεια ορθικού reservoir
•Kοπρόσταση, ψευδοδιάρροια
•Ελαττωμένος χρόνος διάβασης, διάρροια από την απώλεια μήκους παχέος εντέρου

Ένα άλλο λειτουργικό επακόλουθο της ΧΠΕ είναι η εμφάνιση του συνδρόμου προσθίας εκτομής. Αυτό χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα κενώσεων, έπειξη για αφόδευση (αδυναμία αναβολής κένωσης για 15΄, urgency), τεινεσμό, διαβροχή, κατάτμηση και πολλαπλότητα συχνών, μικρών κενώσεων (stool fragmentation/clustering), δηλαδή πολλαπλές κενώσεις σε 1-2 ώρες με αίσθημα ορθικής πλήρωσης. Εμφανίζεται σε 1/3 ασθενών, οι οποίοι έχουν 3-14 κενώσεις/ημέρα.

Οφείλεται στα παρακάτω:
•Απώλεια ορθικού reservoir
•Aντικατάσταση ορθού από λιγότερο ευένδοτο κατιόν ή σιγμοειδές
•Ασυνέχεια του μυϊκού χιτώνα & ενδοτοιχωματικών νευρικών πλεγμάτων οδηγεί σε διαταραχή των συντονισμένων κολονικών μαζικών κινήσεων (mass movements)
•Aπονεύρωση ορθού
•Σφιγκτηριακοί τραυματισμοί από stapler

Η δημιουργία μιας κoλονικής νεοληκύθου τύπου J (Colonic J-pouch, CJP) βοηθά στην εξάλειψη του συνδρόμου προσθίας εκτομής και προσφέρει καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα έναντι της ευθείας κολο-πρωκτικής αναστόμωσης έως και 2 έτη μετεγχειρητικά στην «ανοικτή» χειρουργική (Εικόνα 6).


Εικόνα 6. Η δημιουργία κoλονικής νεοληκύθου τύπου J οδηγεί σε μικρότερο αριθμό κενώσεων σε σύγκριση με την ευθεία αναστόμωση


Η δημιουργία κoλονικής νεοληκύθου τύπου J μειώνει τις δυσμενείς λειτουργικές συνέπειες και μετά από τη λαπαροσκοπική ΧΠΕ. Τα χαρακτηριστικά της πρόσφατης μελέτης της ομάδας του Μ. Li από το Hong-Kong (Cheung et al, Colorectal Dis, 2011), όπου συμπεριελήφθησαν 103 ασθενείς με κολονική νεολήκυθο τύπου J μετά από 10ετή παρακολούθηση συνοψίζονται παρακάτω:
•3 (1-10) κενώσεις/ημέρα
•Επιτακτική αφόδευση: 20%
•Ακράτεια σε αέρια:17%
•Ακράτεια σε υδαρή κόπρανα: 15%
•Ακράτεια σε στερεά κόπρανα: 2,2%
•Νυκτερινή διαβροχή: 12%

 
Ποιότητα ζωής

Αν και η «φυσική κατάσταση» των ασθενών είναι επιδεινωμένη 3 μήνες μετά από τη λαπαροσκοπική ΧΠΕ συγκριτικά με προεγχειρητικά, η «συναισθηματική ευεξία» ανευρίσκεται σημαντικά βελτιωμένη στους 3 μήνες, με τη συνολική QOL να είναι τελικά σε καλύτερα επίπεδα σε σύγκριση με πριν το χειρουργείο, όπως αυτό αντανακλάται από τη βαθμολόγηση ειδικών ερωτηματολογίων μέτρησης και αξιολόγησης της QOL, όπως το SF-36 και το ΕORTC-QLQ C30 (European Organization for Research and Treatment of Cancer) (Breunkink et al, Dis Colon & Rectum, 2006).

Κατά την παρακολούθηση της QOL ασθενών της Α΄ Προπαιδευτικής Χειρουργικής Κλινικής ΕΚΠΑ, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών (95 λαπαροσκοπικές κολεκτομές, 19 καρκίνοι ορθού), οι επεμβάσεις στο ορθό συσχετίστηκαν με σημαντικά περισσότερα προβλήματα «ακράτειας», «προβλημάτων στομίας» και «ανικανότητας» συγκριτικά με τις υπόλοιπες λαπαροσκοπικές επεμβάσεις στο παχύ έντερο, όπως αυτό φάνηκε από τη βαθμολόγηση του νεοχρησιμοποιούμενου ερωτηματολογίου ΕORTC-QLQ CR29 (αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο American Society of Colon and Rectal Surgeons 2011 Annual Meeting Vancouver, Canada, May, 2011 και στο 6th Annual Congress International Society of Laparoscopic Colorectal Surgeons, Colchester, UΚ, September 2011) (Eικόνα 7).

 

Εικόνα  7. Στατιστικά σημαντικές διαφορές με τη χρήση του ΕORTC-QLQ CR29 (Incont: Incontinence, «προβλήματα ακράτειας», Stoma: «Προβλήματα στομίας», Impot: Impotence, «ανικανότητα»)

 

Βιβλιογραφία

1.Hendren SK, O’Connor BI, Liu M, et al. Prevalence of male and female sexual dysfunction is high following surgery for rectal cancer. Ann Surg. 2005;242:212–223.
2.Rosen RC, Riley A, Wagner G, Osterloh IH, Kirkpatrick J, Mishra A. The international index of erectile function (IIEF): a multidimensional scale for assessment of erectile dysfunction. Urology. 1997;49:822– 830.
3.Camilleri-Brennan J, Steele RJ. Prospective analysis of quality of life and survival following mesorectal excision for rectal cancer. Br J Surg. 2001;88:1617–1622.
4.Guren MG, Wiig JN, Dueland S, et al. Quality of life in patients with urinary diversion after operation for locally advanced rectal cancer. Eur J Surg Oncol. 2001;27:645– 651.
5.Kim NK, Aahn TW, Park JK, et al. Assessment of sexual and voiding function after total mesorectal excision with pelvic autonomic nerve preservation in males with rectal cancer. Dis Colon Rectum. 2002;45:1178 –1185.
6.Quah HM, Jayne DG, Eu KW, Seow-Choen F. Bladder and sexual dysfunction following laparoscopically assisted and conventional open mesorectal resection for cancer. Br J Surg. 2002;89: 1551–1556.
7.Jayne DG, Brown JM, Thorpe H, Walker J, Quirke P, Guillou PJ. Bladder and sexual function following resection for rectal cancer in a randomized clinical trial of laparoscopic versus open technique. Br J Surg. 2005;92:1124 –1132.
8.Marijnen CA, van de Velde CJ, Putter H, et al. Impact of shortterm preoperative radiotherapy on health-related quality of life and sexual functioning in primary rectal cancer: report of a multicenter randomized trial. J Clin Oncol. 2005;23:1847– 1858.
9.Yang L, Yu YY, Zhou ZG, et al. Quality of life outcomes following laparoscopic total mesorectal excision for low rectal cancers: a clinical control study. Eur J Surg Oncol. 2007;33:575–579.
10.Breukink SO, van Driel MF, Pierie JP, Dobbins C, Wiggers T, Meijerink WJ. Male sexual function and lower urinary tract symptoms after laparoscopic total mesorectal excision. Int J Colorectal Dis. 2008;23:1199 –1205.
11.Morino M, Parini U, Allaix ME, Monasterolo G, Brachet Contul R, Garrone C. Male sexual and urinary function after laparoscopic total mesorectal excision. Surg Endosc. 2009;23:1233–1240.
12.Asoglu O, Matlim T, Karanlik H, et al. Impact of laparoscopic surgery on bladder and sexual function after total mesorectal excision for rectal cancer. Surg Endosc. 2009;23:296 –303.
13.Stamopoulos P, Theodoropoulos GE, Papailiou J, et al. Prospective evaluation of sexual function after open and laparoscopic surgery for rectal cancer. Surg Endosc. 2009;23:2665–2674.
14.Cheung HYS, Ng KH, Leung LH. Laparoscopic sphincter-preserving total mesorectal excision: 10-year report. Colorectal Dis. 2011;13:627-631

Ιατρείο

  • Διεύθυνση: Πινδάρου 3, 10671 Αθήνα
  • Email : info@theodoropoulos-surgery.gr
  • Τηλέφωνο : +30 694 5463 593

Μέλος του

ACSRS